- παρατυγχάνω
- ΝΜΑ1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.)2. (η μτχ. αορ. β') παρατυχών, -ούσα, -όνόποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος τυχώνμσν.φρ. «ἐκ τοῡ παρατυχόντος» — όπως έτυχε, όπως όπως, τυχαία, κατά τύχηαρχ.1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι («παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας», Θουκ.)2. περιέρχομαι, περιπίπτω σε κάτι («τὸν πλείστοις κινδύνοις παρατετευχότα», Πολ.)3. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) τὸ παρατυγπαρατυγχάνω χάνον ή παρατυχόνοι εκάστοτε περιστάσεις («ποιεῑν δὲ τὸ παρατυγχάνον ἀεὶ αὐτῷ δεῑ» — πρέπει να κάνει καθετί που οι εκάστοτε περιστάσεις απαιτούν, Ξεν.)4. (το ουδ. τής μτχ. αορ. απολύτως) παρατυχόνενώ είναι ή ήταν στην εξουσία μου να..., αφού μπορώ ή μπορούσα να... («νομίζοντες ἐν καλῷ παρατυχὸν σφίσι ξυμβαλεῑν», Θουκ.)5. φρ. α) «πρὸς τὸ παρατυγχάνον» — κατά τις απαιτήσεις τών περιστάσεων («τὰ πολλὰ τεχνᾱται πρὸς τὸ παρατυγχάνον», Θουκ.)β) «ἐν τῷ παρατυγχανόντι» — κατά τις περιστάσεις («ἐν τῷ παρατυγχανόντι ἀμυνεῑν τῷ δεομένῳ καὶ μὴ πολεμήσειν τῳ», Θουκ.)γ) «ἀποκρίνομαι ἐκ τοῡ παρατυχόντος» — απαντώ «εκ τού προχείρου», όπως τύχει (Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.